πλάνισμα

πλάνισμα
και πλάνιασμα, το, Ν [πλανίζω]
τεχνολ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλανίζω, η κατεργασία μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών με την πλάνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλάνισμα — το, ατος πλανιάρισμα, ροκάνισμα: Το πλάνισμα θέλει προσοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυστικός — ή, ό (ΑΜ ξυστικός, ή, όν) [ξυστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξύση, στο ξύσιμο νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ξύνει («ξυστικό εργαλείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυστικά η αμοιβή τού εργάτη για την ξύση, την απόξεση, το… …   Dictionary of Greek

  • ξύση — η (ΑΜ ξῡσις και εσφ. γρφ. ξύσις) [ξύω] ξύσιμο, απόξεση νεοελλ. παροιμ. «το φαΐ κι η ξύση όσο ν αρχινίσει» στο φαγητό και στο ξύσιμο αρκεί να γίνει η αρχή, γιατί κατόπιν δύσκολα σταματούν αρχ. 1. εξέλκωση 2. στίλβωση, πλάνισμα ξύλου 3. εκδορά,… …   Dictionary of Greek

  • πλανίδι — και πλαναδούρι, το, Ν [πλανίζω] λεπτός φλοιός ξύλου που απομένει μετά το πλάνισμα, αλλ. ροκανίδι …   Dictionary of Greek

  • πλανιάρισμα — το, Ν [πλανιάρω] το πλάνισμα …   Dictionary of Greek

  • ροκανιστής — ο, θηλ. ροκανίστρα και ρουκανίστρα, Ν [ροκανίζω] 1. ειδικός τεχνίτης για το ροκάνισμα, για το πλάνισμα τών ξύλων 2. το θηλ. ειδικό ξυλουργικό εργαλείο για τη λείανση επιφανειών ξύλου, η πλάνη …   Dictionary of Greek

  • ρυκάνημα — το, Ν [ρυκανῶ] 1. το ροκάνισμα, το πλάνισμα 2. το ροκανίδι …   Dictionary of Greek

  • ρυκάνιση — η / ῥυκάνησις ήσεως, ΝΜΑ, και ρυκάνηση Ν, και ῥυχάνησις Α το ροκάνισμα, το πλάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥυκάνιση < ῥυκανίζω, ενώ ο τ. ῥυκάνησις < αμάρτυρο, στην αρχαία, ρ. *ῥυκανῶ] …   Dictionary of Greek

  • φρέζα — Εργαλειομηχανή που πραγματοποιεί το φρεζάρισμα, μηχανουργική κατεργασία στην οποία γίνεται εκμετάλλευση της περιστροφικής κίνησης ενός κυλινδρικού εργαλείου (φρέζα), στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια σειρά κοπτικών πτερυγίων. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • πλανιάρισμα — το, ατος βλ. πλάνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”